φωτεινός — shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με … Dictionary of Greek
φωτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο γεμάτος φως, που φωτίζει άπλετα, αυτός που φέγγει: Φωτεινά σήματα. 2. αυτός που φωτίζεται καλά, ο φωτερός: Φωτεινός διάδρομος. 3. μτφ., διαυγής, σαφής, ευκρινής: Έχει φωτεινό μυαλό. 4. το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όνομ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φωτεινός, Γεώργιος — (1876 – 1961). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Τελείωσε την Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα από το 1903 έως το 1907 πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη, όπου και… … Dictionary of Greek
φωτεινά — φωτεινός shining neut nom/voc/acc pl φωτεινά̱ , φωτεινός shining fem nom/voc/acc dual φωτεινά̱ , φωτεινός shining fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινότερον — φωτεινός shining adverbial comp φωτεινός shining masc acc comp sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινοτάτων — φωτεινός shining fem gen superl pl φωτεινός shining masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινῶν — φωτεινός shining fem gen pl φωτεινός shining masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινόν — φωτεινός shining masc acc sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινότατα — φωτεινός shining adverbial superl φωτεινός shining neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτεινότατον — φωτεινός shining masc acc superl sg φωτεινός shining neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)